-
1 μητρόθεν
μητρόθεν, von der Mutter her, von Mutterseite; ματρόϑεν Ἀστυδαμείας, Pind. Ol. 7, 24; τὰ μα τρόϑεν, P. 2, 28; ὃν ἐξέϑρεψα μητρόϑεν δεδεγμένη, Aesch. Ch. 739; φυγόντα μητρόϑεν σκότον, Spt. 646; ἦ μητρόϑεν δυςώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω, Soph. O. C. 531; Eur. Ion 672; Ar. Ach. 454; καταλέξει ἑωυτὸν μητρόϑεν, Her. 1, 173; Sp., wie Luc. Alex. 11.
См. также в других словарях:
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek